επιγραμματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιγραμματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
επιγραμματικός, -ή, -ό
- σχετικός με το επίγραμμα
- (για διατύπωση, λόγο) που είναι σύντομος, περιεκτικός και εύστοχος (όπως τα επιγράμματα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιγραμματικός