Μετάβαση στο περιεχόμενο

επινοώ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επινοώ < αρχαία ελληνική ἐπινοέω / ἐπινοῶ < ἐπί + νοέω < νόος / νοῦς

επινοώ (παθητική φωνή: επινοούμαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]