Μετάβαση στο περιεχόμενο

γνωστοποιώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γνωστοποιώ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική γνωστοποιῶ < γνωστ(όν) + -ο- + -ποιώ και (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική bekanntmachen[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣno.sto.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνωστοποιώ

γνωστοποιώ (παθητικό: γνωστοποιούμαι)

  • κάνω γνωστό κάτι σε κάποιον, πληροφορώ για κάτι
      οι Εσσαίοι, που άρχιζαν να γίνονται γνωστοί μόλις στα 100 π.Χ., αιρετικοί Εβραίοι που φύλαγαν κρυφή την πίστη τους και ορκίζουνταν με όρκους τρομερούς να μην τη γνωστοποιήσουνˈ' (Πηνελόπη Δέλτα, Η ζωή του Χριστού, κεφάλαιο ΣΤ, 1925)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]