γνωστοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γνωστοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γνωστοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
γνωστοποιημένος
- που τον έχουν καταστήσει γνωστό, που έχει δημοσιοποιηθεί, ανακοινωθεί, που κάποιοι έχουν ενημερωθεί για αυτόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γνωστοποιημένος