γνωστοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γνωστοποίηση | οι | γνωστοποιήσεις |
γενική | της | γνωστοποίησης* | των | γνωστοποιήσεων |
αιτιατική | τη | γνωστοποίηση | τις | γνωστοποιήσεις |
κλητική | γνωστοποίηση | γνωστοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γνωστοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γνωστοποίηση < γνωστοποιώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γνωστοποίηση θηλυκό
- η ενημέρωση αρμοδίων, υπευθύνων ή γενικά του πολίτη για κάτι που χρειάζεται να ξέρει, η κοινοποίηση, η ανακοίνωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γνωστοποίηση