ενημέρωση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ενημέρωση | ενημερώσεις |
γενική | ενημέρωσης & ενημερώσεως |
ενημερώσεων |
αιτιατική | ενημέρωση | ενημερώσεις |
κλητική | ενημέρωση | ενημερώσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενημέρωση < → Η ετυμολογία λείπει.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.ni.ˈmɛ.ɾɔ.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενημέρωση θηλυκό
- η πληροφόρηση
- η καταγραφή όλων των μεταβολών μιας αξίας που έγιναν από μια ορισμένη ημερομηνία και μετά
- (πληροφορική) η τελευταία διόρθωση σε κάποιο πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, την οποία ο χρήστης καλείται να κατεβάσει και να εγκαταστήσει
- κατέβασα τις τελευταίες ενημερώσεις για το open office
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενημέρωση