αναβάθμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναβάθμιση < (καθαρεύουσα) ἀναβάθμι(σις) + -ση < αναβαθμίζω αναβαθμι- + -ση[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.naˈva.θmi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βάθ‐μι‐ση
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βάθ‐μι‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναβάθμιση θηλυκό
- βελτίωση κάποιου χαρακτηριστικού ή προσθήκη κάποιου νέου
- (γεωπονία) η αναβαθμίδωση, η δημιουργία αναβαθμίδων
- (πληροφορική) upgrade: η σημαντική βελτίωση, υλικού (hardware) και λογισμικού (software)
- (λογισμικό) η αντικατάσταση λογισμικού με νεώτερη έκδοση ή με άλλο πιο βελτιωμένο ή η προσθήκη λειτουργικότητας που αγοράζεται ξεχωριστά
- (υλικό υπολογιστή) η επέκταση του συστήματος με βελτίωση των πόρων του (μνήμη, επεξεργαστές, περιφεριακά, κλπ.) ή η πλήρης αντικατάστασή του με ένα μεγαλύτερο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναβάθμιση
[επεξεργασία]
- ↑ {Π:ΛΚΝ}}