mise à niveau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mise à niveau | mises à niveau |
mise à niveau (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mise à niveau | mises à niveau |
mise à niveau (fr) θηλυκό