niveau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
niveau | niveaux |
niveau (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης : Niveau |
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
niveau | niveaux |
niveau (fr) αρσενικό