update

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

update (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

update (en)

  1. ενημέρωση
  2. (λογισμικό) ενημέρωση προγράμματος, εφαρμογής, κ.λπ.
    Διαφέρει από το upgrade (αναβάθμιση)
  3. (πληροφορική) ενημέρωση αρχείων δεδομένων

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • update στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια