πόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόρος | οι | πόροι |
γενική | του | πόρου | των | πόρων |
αιτιατική | τον | πόρο | τους | πόρους |
κλητική | πόρε | πόροι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πόρος < αρχαία ελληνική πόρος (πέρασμα) < περάω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόρος αρσενικό
- (μικρό) άνοιγμα, απ’ όπου μπορεί να περάσει κάποιος ή κάτι
- οι πόροι του δέρματος
- (μεταφορικά) τα υλικά μέσα
- δεν έχει πόρους για να ζήσει
- (παρωχημένο) το τμήμα ενός ποταμού, απ’ όπου περνούσαν απέναντι άνθρωποι ή ζώα
- Τέλος, οι άνθρωποι και τα υποζύγια διέσχιζαν τα ποτάμια, περνώντας μέσα από το νερό, στο σημείο με το μικρότερο βάθος, τον «πόρο». (*)
- (υλικό υπολογιστή) resource: τα τμήματα υπολογιστικού συστήματος που συμβάλλουν σημαντικά στην απόδοσή του, όπως οι επεξεργαστές (CPU), κεντρική μνήμη, περιφερειακή μνήμη, κλπ.
- (λογισμικό) resource: οι διαθέσιμες λειτουργίες του λογισμικού ενός υπολογιστικού συστήματος, όπως το λειτουργικό σύστημα, οι βάσεις δεδομένων, κλπ
- (διαδίκτυο) οποιαδήποτε πληροφορία ή υπηρεσία (ιστοσελίδες, δεδομένα, πολυμέσα, κλπ.) είναι προσβάσιμη στο διαδίκτυο (internet)
- → δείτε τη λέξη URI