resurso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | resurso | resursoj |
αιτιατική | resurson | resursojn |
resurso (eo)
- ο πόρος
- la naturaj resursoj - οι φυσικοί πόροι