πώρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πώρος | οι | πώροι |
γενική | του | πώρου | των | πώρων |
αιτιατική | τον | πώρο | τους | πώρους |
κλητική | πώρε | πώροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πώρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πῶρος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πώρος αρσενικό
- (γεωλογία) πωρόλιθος ή (γενικότερα) κάθε πωρώδης πέτρα
- (ανατομία) ιστός (χόνδρινος ή οστέινος) που αναπτύσσεται στην περιοχή ενός οστικού κατάγματος και συμβάλλει στην αποκατάστασή του
- (ιατρική) η πέτρα των δοντιών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πώρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)