bug
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bug (en)
- (εντομολογία) κοριός (το έντομο και η συσκευή παρακολούθησης)
- (πληροφορική) σφάλμα προγράμματος, συνήθως δύσκολο στον εντοπισμό του
Ρήμα[επεξεργασία]
bug (en)
- ενοχλώ
- βάζω "κοριό" για να παρακολουθήσω κάποιον
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
bug στην αγγλική Βικιπαίδεια