glitch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡlɪtʃ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

glitch (en)

  1. (πληροφορική) μικροβλάβη, μικρολάθος, μικροσφάλμα, μικροδυσλειτουργία
    Συνώνυμα: bug, imperfection, quirk
  2. (πληροφορική) μικρό υπολογιστικό (bug) ή μηχανικό πρόβλημα
  3. μικρομετάλλαξη