glitch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
glitch (en)
- (πληροφορική) μικροβλάβη, μικρολάθος, μικροσφάλμα, μικροδυσλειτουργία
- Συνώνυμα: bug, imperfection, quirk
- (πληροφορική) μικρό υπολογιστικό (bug) ή μηχανικό πρόβλημα
- μικρομετάλλαξη