imperfection

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

imperfection (en)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛ̃.pɛʁ.fɛk.sjɔ̃/

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

imperfection < δημώδης λατινική imperfectio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /;;;/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
imperfection imperfections

imperfection (fr) θηλυκό

  1. η ιδιότητα από κάτι που δεν είναι ακόμα τελειωμένο
  2. η ατέλεια (το ελάττωμα), το κουσούρι

Συγγενικά[επεξεργασία]