debug

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
debug < de- + bug

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /diˈbʌɡ/ (ΗΠΑ)
  (ΗΠΑ)

debug (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

debug (en)

  • (πληροφορική) ο εντοπισμός σφαλμάτων
    ⮡  it will enable debug mode
    αυτό θα ενεργοποιήσει τη λειτουργία εντοπισμού σφαλμάτων

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • debug στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια