defect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

defect (en)

  • ελάττωμα
    free of defects - απαλλαγμένος από ελαττώματα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

(πληροφορική)

defect (en)