ειδοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ειδοποίηση οι ειδοποιήσεις
      γενική της ειδοποίησης* των ειδοποιήσεων
    αιτιατική την ειδοποίηση τις ειδοποιήσεις
     κλητική ειδοποίηση ειδοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ειδοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ειδοποίηση < (ελληνιστική κοινήεἰδοποίησις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ειδοποίηση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ειδοποιώ
  2. το ειδοποιητήριο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]