Μετάβαση στο περιεχόμενο

notification

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
notification notifications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

notification (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η γνωστοποίηση, η ειδοποίηση, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γνωστοποιώ/ειδοποιώ
      Notification of the competition’s results is a matter of time.
    Η γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού είναι θέμα ημερών.
      The fire was extinguished thanks to the timely notification and arrival of the fire department.
    Η φωτιά σβήστηκε χάρη στην έγκαιρη ειδοποίηση και άφιξη της πυροσβεστικής.
  2. η ειδοποίηση, η γνωστοποίηση, αυτοματοποιημένο μήνυμα που αποστέλλεται από μια εφαρμογή για να ενημερώσει τον χρήστη για ένα νέο μήνυμα
      I have thirty notifications!
    Έχω τριάντα ειδοποιήσεις!
      My phone brings all its notifications together in the Notification Center.
    Το κινητό μου συγκεντρώνει όλες τις γνωστοποιήσεις του στο Κέντρο γνωστοποιήσεων.
    συγκρίνετε με το: alert

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
notification notifications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

notification (fr) θηλυκό