notify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | notify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | notifies |
αόριστος | notified |
παθητική μετοχή | notified |
ενεργητική μετοχή | notifying |
Ρήμα[επεξεργασία]
notify (en)
- ειδοποιώ, γνωστοποιώ
- ↪ Those interested should be notified right away!
- Να ειδοποιηθούν οι ενδιαφερόμενοι αμέσως!
- ↪ Those interested should be notified right away!