Μετάβαση στο περιεχόμενο
εἰσάγω
- οδηγώ κάποιον στο εσωτερικό (πχ ενός σπιτιού)
- συστήνω κάποιον σε κάποιους, φέρνω κάποιον σε μια ένωση προσώπων, φρατρία ή συνωμοσία
- εισάγω (εμπορεύματα)
- εισάγω (φέρνω σε έναν τόπο νέες συνήθειες)
- (νομικός όρος) φέρνω μια υπόθεση στη δικαιοσύνη, διώκω