entry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
entry entries

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

entry (en)

  1. η είσοδος (η ενέργεια)
  2. το δικαίωμα εισόδου
  3. η είσοδος, ο τόπος
  4. μικρός χώρος αμέσως μετά την κεντρική πόρτα
  5. το λήμμα λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας
  6. (πληροφορική) η εγγραφή, η καταχώριση (π.χ. σε βιβλίο ξενοδοχείου, λίστα, ημερολόγιο, βάση δεδομένων κλπ)
    correct an entry - διορθώνω μια εγγραφή
     συνώνυμα: record