entry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
entry | entries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
entry (en)
- η είσοδος (η ενέργεια)
- το δικαίωμα εισόδου
- η είσοδος, ο τόπος
- μικρός χώρος αμέσως μετά την κεντρική πόρτα
- το λήμμα λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας
- (πληροφορική) η εγγραφή, η καταχώριση (π.χ. σε βιβλίο ξενοδοχείου, λίστα, ημερολόγιο, βάση δεδομένων κλπ)