Μετάβαση στο περιεχόμενο

entry

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
entry entries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

entry (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η είσοδος, η ενέργεια
      the entry of the ship into port - η είσοδος του πλοίου στο λιμάνι
     συνώνυμα: entrance
  2. (μη μετρήσιμο) η είσοδος, το δικαίωμα εισόδου
      Entry to the operating room is prohibited.
    Η είσοδος στο χειρουργείο απαγορεύεται.
     συνώνυμα: entrance
  3. η είσοδος, ο τόπος
      the front/back entry - η μπροστινή/πίσω είσοδος
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη entryway
  4. μικρός χώρος αμέσως μετά την κεντρική πόρτα
  5. το λήμμα λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας
  6. (πληροφορική) η εγγραφή, η καταχώριση (π.χ. σε βιβλίο ξενοδοχείου, λίστα, ημερολόγιο, βάση δεδομένων κλπ)
      I am correcting an entry.
    Διορθώνω μια εγγραφή
     συνώνυμα: record