entryway

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
entryway entryways

Ετυμολογία [επεξεργασία]

entryway < entry + way

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

entryway (en)

Πηγές[επεξεργασία]