entrée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
entrée entrées

entrée (fr) θηλυκό

  1. η είσοδος (ενός χώρου), το αντρέ
  2. η πράξη της εισόδου σε χώρο ή της προσέλευσης σε ένα μέρος
  3. αρχή, ξεκίνημα κάποιου πράγματος
  4. ορεκτικό
  5. λήμμα, καταχώριση λέξης σε λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]