entrée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
entrée | entrées |
entrée (fr) θηλυκό
- η είσοδος (ενός χώρου), το αντρέ
- η πράξη της εισόδου σε χώρο ή της προσέλευσης σε ένα μέρος
- αρχή, ξεκίνημα κάποιου πράγματος
- ορεκτικό
- λήμμα, καταχώριση λέξης σε λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- tableau entrées-sorties: πίνακας εσόδων-εξόδων
- → άλλες γραφές: tableau d'entrées-sorties, tableau des entrées-sorties