ξεκίνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκίνημα < ξεκινώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκίνημα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκινώ
- λίγο μετά το ξεκίνημα της πορείας, άρχισαν οι φασαρίες