ξεκίνημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεκίνημα < ξεκινώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεκίνημα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκινώ
- λίγο μετά το ξεκίνημα της πορείας, άρχισαν οι φασαρίες