access
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
access < (κληρονομημένο) μέση αγγλική access < μέση γαλλική acces < λατινική accessus < accedo < ad + cedo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
access | accesses |
access (en)
- η είσοδος
- η πρόσβαση
- η προσπέλαση
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | access |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accesses |
αόριστος | accessed |
παθητική μετοχή | accessed |
ενεργητική μετοχή | accessing |
access (en)
- (μεταβατικό) αποκτώ πρόσβαση, μπαίνω
- ↪ I accessed my account.
- Απόκτησα πρόσβαση στον λογαριασμό μου.
- ↪ I accessed my account.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'wish' (αγγλικά)