access
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
access < (κληρονομημένο) μέση αγγλική access < μέση γαλλική acces < λατινική accessus < accedo < ad + cedo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
access (en)