accessibility
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
accessibility < accessible + -ity < λατινική accessibilitas < accessibilis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accessibility (en)