προσβασιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσβασιμότητα < προσβάσιμος + -ότητα < πρόσβαση
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσβασιμότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του προσβάσιμου· η δυνατότητα που δίνεται σε κάποιον να έχει πρόσβαση σε ένα χώρο ή δικτυακό τόπο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσβασιμότητα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-06-19.