προσπέλαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσπέλαση < προσέγγιση σε κάτι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσπέλαση θηλυκό
- το πλησίασμα, η προσέγγιση
- είναι πολύ δύσκολη η προσπέλαση αυτού του βουνού
- για την προσπέλαση του στόχου απαιτείται αυτοσυγκέντρωση και οργάνωση