franchissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- franchissement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fʁɑ̃.ʃis.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
franchissement | franchissements |
franchissement (fr) αρσενικό