προσπελάσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσπελάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσπελάζω
- θα προσπελάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσπελάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προσπελάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσπέλαση