κλειδώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]κλειδώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος κλειδώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]κλειδώνομαι
- με κλειδώνουν
- κλειδώνω τον εαυτό μου μέσα σε ένα χώρο, είτε εκούσια είτε ακούσια
- κλειδώνομαι απ' έξω: δεν μπορώ να μπω σε έναν κλειδωμένο χώρο επειδή ξέχασα τα κλειδιά
- δεν μπορώ να μπω σε έναν λογαριασμό υπολογιστή επειδή ξέχασα τον κωδικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλειδώνομαι | κλειδωνόμουν(α) | θα κλειδώνομαι | να κλειδώνομαι | ||
β' ενικ. | κλειδώνεσαι | κλειδωνόσουν(α) | θα κλειδώνεσαι | να κλειδώνεσαι | (κλειδώνου) | |
γ' ενικ. | κλειδώνεται | κλειδωνόταν(ε) | θα κλειδώνεται | να κλειδώνεται | ||
α' πληθ. | κλειδωνόμαστε | κλειδωνόμαστε κλειδωνόμασταν |
θα κλειδωνόμαστε | να κλειδωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κλειδώνεστε | κλειδωνόσαστε κλειδωνόσασταν |
θα κλειδώνεστε | να κλειδώνεστε | (κλειδώνεστε) | |
γ' πληθ. | κλειδώνονται | κλειδώνονταν κλειδωνόντουσαν |
θα κλειδώνονται | να κλειδώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλειδώθηκα | θα κλειδωθώ | να κλειδωθώ | κλειδωθεί | ||
β' ενικ. | κλειδώθηκες | θα κλειδωθείς | να κλειδωθείς | κλειδώσου | ||
γ' ενικ. | κλειδώθηκε | θα κλειδωθεί | να κλειδωθεί | |||
α' πληθ. | κλειδωθήκαμε | θα κλειδωθούμε | να κλειδωθούμε | |||
β' πληθ. | κλειδωθήκατε | θα κλειδωθείτε | να κλειδωθείτε | κλειδωθείτε | ||
γ' πληθ. | κλειδώθηκαν κλειδωθήκαν(ε) |
θα κλειδωθούν(ε) | να κλειδωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κλειδωθεί | είχα κλειδωθεί | θα έχω κλειδωθεί | να έχω κλειδωθεί | κλειδωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κλειδωθεί | είχες κλειδωθεί | θα έχεις κλειδωθεί | να έχεις κλειδωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κλειδωθεί | είχε κλειδωθεί | θα έχει κλειδωθεί | να έχει κλειδωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κλειδωθεί | είχαμε κλειδωθεί | θα έχουμε κλειδωθεί | να έχουμε κλειδωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κλειδωθεί | είχατε κλειδωθεί | θα έχετε κλειδωθεί | να έχετε κλειδωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κλειδωθεί | είχαν κλειδωθεί | θα έχουν κλειδωθεί | να έχουν κλειδωθεί |