κλειδώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

κλειδώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος κλειδώνω

κλειδώνομαι

  1. με κλειδώνουν
  2. κλειδώνω τον εαυτό μου μέσα σε ένα χώρο, είτε εκούσια είτε ακούσια
  3. κλειδώνομαι απ' έξω: δεν μπορώ να μπω σε έναν κλειδωμένο χώρο επειδή ξέχασα τα κλειδιά
    • δεν μπορώ να μπω σε έναν λογαριασμό υπολογιστή επειδή ξέχασα τον κωδικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]