κλείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλείς < πρωτοελληνική *klāwī́ds < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλείς θηλυκό

  1. αυτό που εξυπηρετεί στο κλείσιμο
  2. μοχλός ή μάνταλο, σύρτης, που σύρεται έξω ή μέσα με λουκέτο ή ιμάντα
  3. κλειδί ή είδος γάντζου ή άγκιστου, μέσω του οποίου σφαλιζόταν ή απασφαλιζόταν απέξω η αμπάρα
  4. κλειδί
  5. (μεταφορικά) επιβεβλημένη ησυχία
  6. άγκιστρο ή γλώσσα πόρπης, αγκράφας
  7. (ανατομία) κλείδα ώμου (επειδή «κλειδώνει» το λαιμό και το θώρακα μαζί)
  8. κωπηλατικός πάγκος, που κλείδωνε μαζί τις πλευρές του πλοίου
  9. πορθμός θάλασσας, χαμηλή νησίδα, ξέρα μίας χώρας
  10. στενό, ισθμός

Πηγές[επεξεργασία]