lock up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | lock up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | locks up |
αόριστος | locked up |
παθητική μετοχή | locked up |
ενεργητική μετοχή | locking up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
lock up (en)
- μπλοκάρω, βάζω χρήματα σε μια επένδυση που δεν μπορώ εύκολα να μετατρέψω σε μετρητά