lock up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας lock up
γ΄ ενικό ενεστώτα locks up
αόριστος locked up
παθητική μετοχή locked up
ενεργητική μετοχή locking up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lock up < → δείτε τις λέξεις lock και up

Ρήμα[επεξεργασία]

lock up (en)

  • μπλοκάρω, βάζω χρήματα σε μια επένδυση που δεν μπορώ εύκολα να μετατρέψω σε μετρητά
    Our capital is locked up in real estate.
    Τα κεφάλαιά μας είναι μπλοκαρισμένα σ' ακίνητα.
     συνώνυμα: tie up

Πηγές[επεξεργασία]