μπλοκάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]μπλοκάρω (παθητική φωνή: μπλοκάρομαι)
- φράζω ή αποκλείω κάποιο χώρο, για να μην ξεφύγει κάποιος ή κάτι
- διακόπτω μια διαδικασία ή την εμποδίζω
- σταματώ, ακινητοποιώ
- (μεταφορικά) αλλάζω με έντονο τρόπο τη συναισθηματική κατάσταση κάποιου, κάνοντάς τον να νιώσει μπερδεμένα ή ανάμεικτα συναισθήματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μπλοκάρισμα
- ξεμπλοκάρισμα
- ξεμπλοκάρω
- → δείτε τη λέξη μπλοκ