μπλοκάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπλοκάρισμα < μπλοκάρ(ω) + -ισμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /blo.ˈka.ɾiz.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπλοκάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μπλοκάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπλοκάρισμα