block
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- block < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
block | blocks |
block (en)
- ογκόλιθος
- αποκλεισμός
- τετράγωνο
- φραγή
- (προγραμματισμός) ενότητα, που αναφέρεται τόσο σε τμήματα δεδομένων όσο και σε αυτοτελή κομμάτια κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού
- ※ JavaScript statements can be grouped together in code blocks, inside curly brackets {...}. [1]
- Οι εντολές της JavaScript μπορούν να ομαδοποιηθούν σε ενότητα κώδικα, μέσα σε αγκύλες {...}.
- Για ομάδα εντολών σε μία ενότητα δείτε: σύνθετη εντολή [2]
- ≈ συνώνυμα: compound-statement
- ※ JavaScript statements can be grouped together in code blocks, inside curly brackets {...}. [1]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | block |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | blocks |
αόριστος | blocked |
παθητική μετοχή | blocked |
ενεργητική μετοχή | blocking |
block (en)
- εμποδίζω
- ↪ The police blocked the road to check all the cars entering the city.
- Η αστυνομία εμπόδισε τον δρόμο για να ελέγξει όλα τα αυτοκίνητα που εισέρχονται στην πόλη.
- ↪ The police blocked the road to check all the cars entering the city.
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- Server Message Block (SMB)
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) JavaScript Statements. Πρόσβαση 2021-03-07.
- ↑ «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 54, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- block < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
block (fr)