αυτοτελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοτελής < αρχαία ελληνική αὐτοτελής < αὐτός + τέλος (πλήρης, ολοκληρωμένος)
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοτελής, -ής, -ές
- ανεξάρτητος, που έχει ανεξάρτητη ύπαρξη
- (στην τηλεόραση) που δεν αποτελεί συνέχεια / μέρος μιας ενιαίας πλοκής, αλλά έχει δική του υπόθεση διατηρώντας παράλληλα κάποια κοινά στοιχεία (όπως τους κεντρικούς χαρακτήρες) με άλλες εκπομπές της ίδιας σειράς
- η νέα δραματική σειρά θα περιλαμβάνει δώδεκα αυτοτελή επεισόδια με κεντρικό ήρωα τον Χ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοτελής