ανεξάρτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεξάρτητος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική indépendant: αν- στερητικό + εξαρτώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.neˈksaɾ.ti.tos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /a.neˈksaɾ.ti.ti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /a.neˈksaɾ.ti.to/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεξάρτητος, -η, -ο
- που δεν εξαρτάται από κάποιον ή κάτι άλλο
- τώρα που μεγάλωσε, θα βρει μια δουλειά για να είναι και οικονομικά ανεξάρτητος από τους γονείς του
- (για χώρα) που δεν αποτελεί έδαφος άλλου κράτους, έχει δική της κυβέρνηση που ασκεί την εξουσία στο εσωτερικό της, έχει αυτόνομη παρουσία στις διεθνείς της σχέσεις και αναγνωρίζεται ως τέτοια από τα υπόλοιπα κράτη
- (+ γενική) που δεν οφείλεται σε κάποια εξωτερική αιτία ή δεν ανήκει σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο
- παράγοντες ανεξάρτητοι των επιθυμιών μου με υποχρέωσαν να μην έρθω
- (για κατοικίες) που δεν είναι μαζί με κάτι άλλο
- ανεξάρτητο διαμέρισμα
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεξάρτητος
|