indipendente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
indipendente indipendenti

indipendente (it)

  1. ανεξάρτητος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  1. autonomo
  2. libero
  3. imparziale

Αντώνυμα

[επεξεργασία]