Μετάβαση στο περιεχόμενο

imparziale

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
imparziale imparziali

imparziale (it)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]


Αντώνυμα

[επεξεργασία]