αμερόληπτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αμερόληπτος, -η, -ο
- που δεν μεροληπτεί όταν πρόκειται να πάρει κάποια απόφαση που αφορά σε δύο αντιπάλους, διαδίκους κλπ
- οι δύο πλευρές αναζητούν έναν αμερόληπτο επιδιαιτητή
Συνώνυμα
[επεξεργασία]δείτε και