impartial
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]impartial (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impartial | impartials |
θηλυκό | impartiale | impartiales |
Επίθετο
[επεξεργασία]impartial (fr)