αμεροληψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμεροληψία θηλυκό
- το να είναι κανείς αμερόληπτος, να αποφασίζει ανεπηρέαστος και με αντικειμενικό τρόπο για κάτι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αμερόληπτος
- αμεροληπτώ
- → δείτε τις λέξεις μέρος και λαμβάνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμεροληψία