αμεροληψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμεροληψία οι αμεροληψίες
      γενική της αμεροληψίας των αμεροληψιών
    αιτιατική την αμεροληψία τις αμεροληψίες
     κλητική αμεροληψία αμεροληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμεροληψία < α- + μεροληψία < α- + μέρος + -ληψία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμεροληψία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]