libero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
libero (en)
- λίμπερο (ελεύθερος), θέση παίκτη στο ποδόσφαιρο
- λίμπερο (ελεύθερος), θέση παίκτη στη πετοσφαίριση
Γαλικιανά (gl) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
libero (gl)
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | libero | liberi |
θηλυκό | libera | libere |
libero (it) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
libero | liberi |
libero (it) αρσενικό ή θηλυκό
- λίμπερο (ελεύθερος), θέση παίκτη στο ποδόσφαιρο
- λίμπερο (ελεύθερος), θέση παίκτη στη πετοσφαίριση
Ρήμα[επεξεργασία]
libero (it)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- libero < liber
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈliː.be.roː/
Ρήμα[επεξεργασία]
libero (la) (līberō1, līberāvī, līberātum, līberāre)
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (libero, liberavi, liberatum, liberare)
|