δωρεάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δωρεάν < αρχαία ελληνική δωρεάν

Επίρρημα

[επεξεργασία]

δωρεάν

  1. (για κάτι που παρέχεται) χωρίς να απαιτείται η καταβολή χρημάτων ή οποιουδήποτε τιμήματος
    το ξενοδοχείο προσφέρει στους πελάτες του για κάθε τρεις διανυκτερεύσεις άλλη μία δωρεάν
  2. (και ως επίθετο)
    απόψε στο μπαρ έχει δωρεάν μπίρα για όλους

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

δωρεάν < επιρρηματική χρήση της αιτιατικής του ενικού της λέξης δωρεά (ήδη από τον Ηροδότο)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

δωρεάν

  1. δωρεάν, τζάμπα