gratuit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό gratuit gratuits
θηλυκό gratuite gratuites

Επίθετο[επεξεργασία]

gratuit (fr)

  1. δωρεάν
    Pour deux achats, on reçoit un gratuit. - Για δύο είδη που αγοράζεις, το τρίτο είναι δωρεάν.
  2. αβάσιμος, αθεμελίωτος, αστήρικτος
    Son accusation était gratuite. - Η κατηγορία του ήταν αβάσιμη.
  3. παράλογος
    C'est un acte gratuit. - Πρόκειται για μια πράξη παράλογη.

Συγγενικά[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

gratuit (ro)

  1. δωρεάν