τζάμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
τζάμπα και τσάμπα
- δωρεάν
- μοιράζουν τζάμπα πασατέμπο
- άδικα, μάταια, χωρίς αποτέλεσμα
- τζάμπα το κάνεις, ούτε καν θα το κοιτάξει!
- τζάμπα και βερεσέ