εξαρτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξαρτώ < ἐξαρτῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]εξαρτώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]κρεμώ
εξαρτώ
κρεμώ